- φοβοθεΐα
- ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «δεισιδαιμονία».[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβο- (< ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ- τού ρ. φέβομαι) + -θεΐα (< -θεος < θεός), πρβλ, πολυ-θεΐα, φιλο-θεΐα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοβοθεία — φοβοθείᾱ , φοβοθεία fem nom/voc/acc dual φοβοθείᾱ , φοβοθεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)